- δημοψήφισμα
- Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει από την ίδια την ονομασία του θεσμού (στη λατινική referendum, που προήλθε από το γεγονός ότι οι πληρεξούσιοι των πρώτων κοινοβουλευτικών συνελεύσεων όφειλαν να υποβάλλουν στους εκλογείς τους, ad referendum, δηλαδή κατ’ αναφοράν, τα νέα ζητήματα, που δεν περιλαμβάνονταν στην εντολή που τους είχε δοθεί, ζητώντας τους να αποφανθούν σχετικά), το δ. αφορά τη νομοθετική αρμοδιότητα του κράτους, στα πλαίσια της κοινής ή της συνταγματικής νομοθεσίας (νομοθετικό δ. ή συνταγματικό δ.). Σε αυτό ακριβώς διαφέρει από τη δεύτερη έννοια, από το plebis citum (λατινικός όρος που σημαίνει απόφανση ή δόγμα του λαού, από τον οποίο προέκυψαν οι αντίστοιχοι όροι νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών: plebiscito, plébiscite κλπ.), για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω. Το δ. referendum αποτελεί τμήμα του θεσμού της άμεσης ή λαϊκής νομοθεσίας, που περιλαμβάνει επίσης τη λαϊκή αρνησικυρία (λαϊκό βέτο), δηλαδή τη λαϊκή απόφαση όσον αφορά την κατάργηση, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενός νόμου που έχει ήδη καταρτιστεί από τα νομοθετικά σώματα και τη λαϊκή πρωτοβουλία (πρόταση που υποβάλλει με αποφασιστική αρμοδιότητα ο λαός στη βουλή, για να νομοθετήσει). Το δ. referendum είναι αποφασιστικό ή απλώς συμβουλευτικό (απλή γνώμη του εκλογικού σώματος στο νομοθετικό σώμα). Υποχρεωτικό είναι το δ. όταν γίνεται με επιταγή του συντάγματος· προαιρετικό καλείται όταν η διενέργειά του εναπόκειται στην πρωτοβουλία του νομοθετικού σώματος ή του ανώτατου άρχοντα. Όλες οι μορφές λαϊκής νομοθεσίας, στις οποίες περιλαμβάνεται και το δ. ad referendum, έχουν κοιτίδα την Ελβετία και κατά δεύτερο λόγο τις ΗΠΑ, αλλά εφαρμόστηκαν επίσης και σε άλλα κράτη (Γερμανία του μεσοπολέμου, νομοθετικό προαιρετικό δ., μεταπολεμική Γαλλία, Ιταλία, συνταγματικό δ. και νομοθετικό δ. σε ορισμένες περιπτώσεις κλπ.). Παραπλήσια προς τον θεσμό που αναφέρθηκε παραπάνω είναι μία γενικότερη αλλά καταχρηστική, από συνταγματική άποψη, έννοια δ., που τείνει να περιλάβει κάθε είδος άμεσης εκδήλωσης της θέλησης του λαού ή του εκλογικού σώματος· η έννοια αυτή εκφράζεται διεθνώς από παράγωγους όρους της λατινικής λέξης plebis citum (προσταγή του λαού). Στην αρχαία Ρώμη ονομαζόταν έτσι η απόφαση με την οποία η συνέλευση του λαού (concilia plebis) εξέλεγε τους λαϊκούς άρχοντες (tribuni, aediles plebis) και εξέδιδε κανόνες δικαίου. Στο νεότερο δίκαιο ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1851, όταν ο Ναπολέων Γ’ προσέφυγε στην άμεση ψήφο του λαού για να νομιμοποιήσει το πραξικόπημα που έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου, ενώ με δ. έγιναν επίσης δεκτές οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο ίδιος το 1870. Παλαιότερα, εξάλλου, ο Ναπολέων Βοναπάρτης είχε προσφύγει στον θεσμό του δ. για να διοριστεί ισόβιος ύπατος το 1802 και αυτοκράτορας το 1804. Τα παραπάνω γεγονότα συνέβαλαν ώστε μεγάλο μέρος της θεωρίας του δημοσίου δικαίου να χρησιμοποιήσει από τότε τον όρο plebis citum για να υποδείξει απλώς μία παραποιημένη μορφή δ., με την οποία δεν παρέχεται στο εκλογικό σώμα καμία πραγματική ελευθερία εκλογής.
Διαφορετική είναι η σημασία των δ. που συναντάμε στον τομέα του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα των δ. προσάρτησης ή ένωσης, με τα οποία ο πληθυσμός μιας ορισμένης εδαφικής περιοχής καλείται να αποφασίσει σχετικά με την τροποποίηση της κυριαρχίας στο έδαφος όπου κατοικεί. Η αρχή αυτή, που ίσχυσε με απόλυτη σαφήνεια κατά την εποχή της Γαλλικής επανάστασης (με τα δ. που έγιναν στις ποντιφικές κτήσεις της Αβινιόν και της κομητείας της Βενόζα το 1790, στη Σαβοΐα το 1792 κλπ.), υποστηρίχθηκε με ιδιαίτερη επιμονή από την ιταλική σχολή διεθνούς δικαίου ή σχολή των εθνοτήτων και εφαρμόστηκε ευρύτατα σε πολλές συνθήκες εκχώρησης εδαφών που συνάφθηκαν τον 19o αι. αλλά και –από σεβασμό της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών– μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πόλεμου. Τα δ. δεν χρησιμοποιήθηκαν, αντίθετα, σχεδόν ποτέ για τη νομιμοποίηση της ανακατανομής των εδαφών που προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αντίθετα χρησιμοποιήθηκαν με περισσότερες εγγυήσεις στο έργο που ανέλαβε ο ΟΗΕ για την ανεξαρτησία των εξαρτημένων λαών και εδαφών.
Το ελληνικό Σύνταγμα στην παράγραφο 2 του άρθρου 44προβλέπει τη διεξαγωγή δ. για κρίσιμα εθνικά θέματα αλλά και για τη ρύθμιση σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Η καταμέτρηση των ψήφων στο δημοψήφισμα του Ιανουαρίου του 1935, που κατέληξε στην επιστροφή του εδάφους του Ζάαρ στη Γερμανία.
Προπαγανδιστική αφίσα υπέρ της μοναρχίας, στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα, το 1946 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος στο διάτρητο «δημοψήφισμα» του 1968, κατά το οποίο το 91,9% του λαού εμφανίστηκε να δίνει την έγκρισή του στο χουντικό «Σύνταγμα» (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *το(λατ. referendum) θεσμός κατά τον οποίο ο λαός συμμετέχει άμεσα στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας με την ψήφιση νομοθετημάτων που υποβάλλονται στην έγκρισή του, αφού καταρτιστούν από άλλα αρμόδια όργανα. Με δημοψήφισμα επίσης ο λαός είναι δυνατόν να αποφασίζει για βασικές πολιτειακές μεταβολές.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.